- ηλιανθίνη
- Συνθετική χρωστική ουσία, με χημικό τύπο (CH3)2 N C6H4N=N-C6H4- SO3H, που παρασκευάζεται με σύζευξη διαζωτωμένου σουλφανιλικού οξέος και διμεθυλανιλίνης. Χρησιμοποιείται ως χρώμα στη βαφική και ως δείκτης στην αναλυτική χημεία με τη μορφή του άλατός της με νάτριο. Το χρώμα του δείκτη αυτού μεταβάλλεται από ερυθρό σε κίτρινο κατά τη μεταβολή του πε-χα (pH) του διαλύματος, στο οποίο έχει προστεθεί από 3,1 έως 4,4. Η η. ονομάζεται και πορτοκαλί του μεθυλίου.
* * *η(βιοχ.) αζωτούχος χρωστική που παρασκευάζεται με σύζευξη διαζωτωμένου σουλφανιλικού οξέος και διμεθυλανιλίνης, κν. πορτοκαλί τού μεθυλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. helianthin < helianthus (πρβλ. ηλίανθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς από τον Ιωάννη Τρικαλιανό].
Dictionary of Greek. 2013.